- Ἰάκωβος
- Ἰάκωβοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος Στιούαρτ — (Λονδίνο 1688 – Ρώμη 1766). Πρίγκιπας της Σκοτίας, μνηστήρας του θρόνου της Αγγλίας. Ήταν γιος του Ιάκωβου Β’ της Αγγλίας και της Μαρίας της Μοντένα. Όταν ο πατέρας του ανατράπηκε από τον Γουλιέλμο της Οράγγης, φυγαδεύτηκε μαζί με τη μητέρα του… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — ο κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιάκωβος Αργείος — Βλ. λ. Μάνος … Dictionary of Greek
Ιάκωβος Βαραδαίος — (; – 578 μ.Χ.). Σύρος μοναχός και επίσκοπος Εδέσσης. Ήταν μαθητής του μονοφυσίτη πατριάρχη Αντιοχείας, Σεβήρου. Μετά την απομάκρυνση του Σεβήρου από τον θρόνο (518), οι εκκλησιαστικές κοινότητες των μονοφυσιτών κινδύνευαν να διαλυθούν, γιατί δεν… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος ντ’ Αβέν — (Jacques d’ Avesnes, τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.). Φλαμανδός ευγενής και ιππότης, άρχοντας της Εύβοιας. Έλαβε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία, με την οποία καταλύθηκε το βυζαντινό κράτος από τους Λατίνους, και στις μάχες του Βονιφάτιου του Μομφερατικού… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος ντε Μπο — (Jacques des Baux, 1353; – 1383). Κληρονόμος του τίτλου του Λατίνου αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν γιος του Φραγκίσκου Α’ ντε Μπο και της Μαργαρίτας του Τάραντα, αυτοκράτειρας Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν ανιψιός του Φίλιππου Γ’ της Ανδηγαυίας … Dictionary of Greek
Ιάκωβος ο Βατοπεδινός — (Δημόπουλος, 19ος αι.). Μοναχός και λόγιος από τη Λοκρίδα. Μετά τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χρημάτισε γραμματέας, επί 15 χρόνια, της μονής Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος και αρχιγραμματέας της ιερής κοινότητας του Αγίου Όρους. Μετά … Dictionary of Greek
Ιάκωβος ο Εδέσσης — (Συρία 640 – 708). Επίσκοπος και εκκλησιαστικός συγγραφέας. Ακολούθησε το ιερατικό στάδιο και, αρχικά, έγινε μοναχός στη μονή Κενεσρέ. Αργότερα, ως επίσκοπος Εδέσσης, προσπάθησε να επιβάλει στις μονές της περιφέρειάς του νέους μοναχικούς… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος ο Πέρσης — (5ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Περσία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ισδιγέρδου Α’ (399 420). Αν και ήταν χριστιανός, δελεάστηκε από προσφορές του Πέρση βασιλιά και απαρνήθηκε την πίστη του. Όταν μετανόησε,… … Dictionary of Greek